τάξη

τάξη
Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα μέσα δηλαδή της εργασίας. Κάθε τ., που ζει με ορισμένες συνθήκες, έχει και ορισμένη πηγή εισοδήματος, γιατί οι σχέσεις διανομής των προϊόντων καθορίζονται από τις σχέσεις παραγωγής τους. Έτσι, όσοι ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, παρά τη διαφορά του επαγγέλματός τους ζουν με τις ίδιες σχέσεις, όχι μόνο παραγωγής, αλλά και διανομής των προϊόντων. Η διάρθρωση της κοινωνίας σε τάξεις εξαρτάται από τις σχέσεις παραγωγής και διανομής των προϊόντων. Οι τ. είναι γέννημα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και εμφανίστηκαν με τη σημερινή τους μορφή, από τον καιρό που έγινε δυνατή, εξαιτίας της ανάπτυξης της τεχνικής, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Σύμφωνα με τη θεωρία της πάλης των τάξεων, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά επιστημονικά από τον Κ. Μαρξ και τον συνεργάτη του Φρ. Ένγκελς, αποτέλεσμα της πάλης αυτής είναι η ύπαρξη του κράτους. «Το κράτος γεννήθηκε από την ανάγκη του ελέγχου των ανταγωνισμών των τάξεων και ως αποτέλεσμά τους, είναι δε όργανο καταπίεσης της ισχυρότερης οικονομικά τάξης, που είναι και πολιτικά κυρίαρχη». Η πάλη των τάξεων τείνει από τη μια μεριά στη συντήρηση του κοινωνικού καθεστώτος που επικρατεί και στη διατήρηση της κρατικής εξουσίας από την άρχουσα τ., και από την άλλη στην ανατροπή του καθεστώτος και στην κατάληψη της εξουσίας από την τ. που καταπιέζεται. Η υιοθέτηση του όρου και της έννοιας της τ. από τους μελετητές και τους αναλυτές των κοινωνικών φαινομένων γεννήθηκε από την πεποίθηση ότι η μεγάλη ποικιλία προσωπικών καταστάσεων και συνθηκών των ατόμων που σχηματίζουν μια κοινωνία, μπορεί να αναχθεί σε μερικές γενικές ομάδες, με βάση τις οποίες η ίδια η κοινωνία μπορεί να διαιρεθεί σε τάξεις, όπως έγινε με τον φυσικό ή τον ζωικό κόσμο από μεγάλους φυσιογνώστες όπως ο Λινναίος και ο Μπιφόν. Η χρήση του όρου κοινωνική τ. είναι λοιπόν σχετικά νέα. Πριν από την εποχή του διαφωτισμού και τη Γαλλική επανάσταση χρησιμοποιούσαν στη δυτική Ευρώπη άλλους όρους, όπως ο γαλλικός état (= κατάσταση), που όμως μεταφράστηκαν σχεδόν πάντα στα ελληνικά με τη λέξη τάξη, αν και η έννοια δεν συμπίπτει με τη σημερινή. Η τυπική τάση που επικρατούσε στη δυτική Ευρώπη πριν από τη Γαλλική επανάσταση, αντιλαμβανόταν την κοινωνία χωρισμένη σε στρώματα σύμφωνα με ένα περίπλοκο σύστημα ιεραρχιών και κοινωνικών βαθμίδων, οδηγούσε πάντα στην αναγνώριση του γεγονότος, ότι σε κάθε κατάσταση αντιστοιχούσαν ειδικά και αυστηρά καθορισμένες συνθήκες, όχι μόνο κοινωνικής, αλλά και νομικής φύσης. Εκτός από τον κλήρο και τους διάφορους βαθμούς αριστοκρατίας, που αποτελούσαν τις προνομιούχες κατηγορίες, υπήρχε η λεγόμενη τρίτη κατάσταση –η οποία αντιστοιχούσε χονδρικά στη σημερινή αστική τ.– μέσα στην οποία άλλωστε υπήρχαν και παραπέρα υποδιαιρέσεις. Οι ταπεινότερες τ. –ο λαός– δεν αποτελούσαν μια καθεαυτό κατάσταση, γιατί δεν είχαν συγκεκριμένη νομική υπόσταση· για λόγους όμως πρακτικής ταξινόμησης διακρίνονταν και εκεί διάφορα στρώματα και διάφορες κατηγορίες (βιοτέχνες των συντεχνιών, χωρικοί, φτωχοί και ζητιάνοι). Υπήρχε έτσι ένας αρκετά μεγάλος και λεπτομερής κατάλογος διαφόρων καταστάσεων και μια περιγραφή της κοινωνίας αρκετά λεπτομερειακή στη διάρθρωσή της. Το πρόβλημα ακριβώς ήταν να ξεπεραστεί η φάση αυτή της απαρίθμησης και της περιγραφής, για να φτάσουμε σε μια γενικότερη και καθολικότερη συστηματοποίηση. Επρόκειτο για μια άνοδο από την έννοια της κατάστασης στην έννοια της τάξης, για τη συγκέντρωση δηλαδή του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ατόμων με βάση ένα κοινό κοινωνικό παρονομαστή, με παραμερισμό των διαφόρων αποχρώσεων, νομικών, εθιμικών ή απλά ατομικών. Προοδευτικά, ο κοινός αυτός παρονομαστής επισημάνθηκε στην κοινωνική θέση των διαφόρων ατόμων, ως εργαζομένων, ως ατόμων δηλαδή που μετέχουν στη διαδικασία της παραγωγής, είτε ως ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (γης και μηχανών) είτε ως ιδιοκτήτες μόνο της εργατικής τους δύναμης. Την εμφάνιση της νέας αυτής αντίληψης της κοινωνίας χωρισμένης σε τ. μπορεί να την παρακολουθήσει κανείς στη Γαλλία μέσα από την πολιτική φιλολογία της εποχής του διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης (Μπαρνάβ), την ιστοριογραφία της εποχής της Παλινόρθωσης και της μοναρχίας του Ιουλίου (Γκιζό, Τιερί, Γκρανιέ και Κασανιάκ) και μέσα από τα κείμενα του λεγόμενου ουτοπικού σοσιαλισμού (Μπαμπέφ, Κονσιντεράν, Προυντόν κλπ.). Τα στερεότερα όμως θεμέλιά της βρίσκονται στα έργα των μεγάλων Άγγλων οικονομολόγων από τον 17o έως τον 19o αι. (Πέτι, Φέργκιουσον, Άνταμ Σμιθ, Ρικάρντο). Κυρίως όμως το νέο αυτό σύστημα κοινωνικής ταξινόμησης ανταποκρινόταν σε μια πραγματική διαδικασία, στο πέρασμα δηλαδή από τις οργανωμένες και σύνθετες φεουδαρχικές κοινωνίες στις περισσότερο ομοιογενείς και ισοπεδωμένες κοινωνίες των χωρών όπου αναπτύχθηκε η βιομηχανία νεότερου τύπου, που στηριζόταν στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και στον καταμερισμό της εργασίας. Στη νέα αυτή πραγματικότητα αναφέρονται τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς, οι οποίοι βλέπουν την κοινωνία μοιρασμένη σε δύο μεγάλες αντιτιθέμενες μεταξύ τους τ.: αστική και προλεταριάτο. Το εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα –που εμπνεύστηκε από τον Μαρξ– και κυρίως οι θεωρητικοί της Δεύτερης Διεθνούς (Κάουτσκι) ερμήνευσαν τη σκέψη του Μαρξ με εξαιρετική αυστηρότητα. Παρουσίασαν τη νεότερη κοινωνία ως μια κοινωνία όπου η διαδικασία συγκέντρωσης του πλούτου και των μέσων παραγωγής θα αναπτυχθεί μοιραία προς την προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων, έως την ημέρα, που την κοινωνία θα την αποτελούσαν αποκλειστικά μια μικρή ομάδα κατόχων των εργαλείων παραγωγής και μια απέραντη μάζα προλετάριων και μισθωτών. Η εξέλιξη των νεότερων κοινωνιών όμως δεν ανταποκρίθηκε παρά μόνο έως ένα βαθμό στις προβλέψεις αυτές. Αν υπήρξαν πραγματικά μεσαία στρώματα –όπως οι βιοτέχνες– που εξαφανίζονταν σιγά σιγά, σε αντιστάθμισμα σχηματίζονταν νέα εξαιτίας της μεγάλης ανάπτυξης στα σύγχρονα κράτη, της διοίκησης και των υπηρεσιών. Εκδηλώθηκε επομένως μια αντίδραση στο σχήμα των ανταγωνιστριών τ. από μέρους τόσο των επικριτών και αντιπάλων του μαρξισμού όσο και από μέρους μερικών μαρξιστών (Μπερνστάιν). Κάτω από το σχήμα της υποδιαίρεσης σε τ., η νεότερη κοινωνία ερμηνεύτηκε ως ένα καλά διαρθρωμένο και περίπλοκο δίκτυο, έτσι που να χρειάζεται σε εκείνον που θα ήθελε να τη μελετήσει η προσφυγή σε μια εντελώς νέα επιστήμη, την κοινωνιολογία. Σήμερα μένει ακόμα άλυτο το ζήτημα αν αυτή η νέα, αναλυτικότερη, αντίληψη της κοινωνίας θα καταλήξει στην ανατροπή της μαρξιστικής αντίληψης των δύο βασικών ανταγωνιστριών τ. Πολλά ρεύματα της νεότερης κοινωνιολογίας –ειδικότερα στον αγγλοσαξονικό κόσμο– προσανατολίζονται προς την κατεύθυνση αυτή. Οι μαρξιστές, από τη δική τους πλευρά, και η σοβιετική κοινωνιολογία, αν και αναγνωρίζουν γενικά την ανεπάρκεια της υπόθεσης αυτής για την ερμηνεία του πλαισίου των κοινωνικών σχέσεων, επιμένουν σταθερά στο ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής τ. και του προλεταριάτου παραμένει η θεμελιώδης αντίφαση στη σύγχρονη κοινωνία. Πίνακας του Δαβίδ που εικονίζει τη συνέλευση των Γενικών Τάξεων στην αίθουσα του Σφαιριστηρίου στο Παρίσι (1781). Οι τρεις γαλλικές τάξεις (λαός, κλήρος, ευγενείς) σε χαλκογραφία της εποχής.
* * *
η / τάξις, -εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Α [τάσσω]
1. η κατά ορισμένη σειρά ή κατά ορισμένο τρόπο κατάταξη (α. «χρονολογική τάξη» β. «ἡμερῶν τάξεως εἰς μηνῶν περιόδους», Πλάτ.)
2. η κατά τρόπο αρμονικό διευθέτηση, τακτοποίηση, κανονικότητα (α. «προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου» β. «τάξιν έχειν», Θεόφρ.
γ. «εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας», Πλάτ.)
3. το σύνολο τών προσώπων μιας κοινωνικής κατηγορίας που κατέχουν όμοια κοινωνική θέση, ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο και τα οποία για τον λόγο αυτό έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά (α. «η τάξη τών διανοουμένων» β. «η τάξη τών αρχόντων» γ. «η τάξη τών πλουσίων» δ. «η τάξη τών καλλιεργητών» ε. «ἐπὶ τῇ προαιρέσει τῶν πολιτευμάτων ἐπαινούμενον ὅτι τῆς μέσης τάξεως ἦν», Διον. Αλ.
στ. «επειδὴ και τούτων ἑκατέρου τοῡ φύλου τὴν τάξιν οἶσθα, ἤδη ποτ' ἐπισκέψω εἰς ποτέραν τῶν τάξεων τούτων σαυτὸν δικαίως ἄν τάττοῑς;», Ξεν.)
4. υποδιαίρεση ομάδας προσώπων ή πραγμάτων σύμφωνα με τα κοινά τους γνωρίσματα ή τον κοινό τους χαρακτήρα, κατηγορία (α. «τάξη τής Ακαδημίας» — καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις τής Ακαδημίας σε επιστημονικούς κλάδους
β. «ὅπως ταγῇ τὰ ἄνομα αὐτοῡ ἐν τῇ τῶν τετελευτηκότων τάξει», πάπ.)
5. τοποθέτηση τών στρατιωτών κατά σειρά, γραμμή στρατιωτών (α. «πυκνή τάξη» β. «πεντήκοντα άνδρες ἡ πρώτη τάξις ἦν», Θουκ.)
6. τρόπος με τον οποίο διατάσσονται στρατεύματα ή πλοία για μάχη, πορεία ή επιθεώρηση (α. «τάξη ακροβολισμού» β. «τάξη αγκυροβολίας» γ. «ἵνα... μὴ διασπασθείη αὐτοῑς ἡ τάξις», Θουκ.
δ. «τῶν μὲν... σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων καὶ κατά τάξιν», Ηρόδ.)
7. κατάσταση (α. «απ' την τάξη τη μουχλή στο πατρικό μου να γερνώ», Μαλακ.
β. «συχνούς δὲ παντελώς πηρωθέντας τὰς ὁράσεις... εἰς τὴν προϋπάρξασαν ἀποκαθίστασθαι τάξιν», Διόδ.)
8. εκκλησιαστικό αξίωμα (α. «η τάξη τών διακόνων» β. «ἱερέα... κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρών», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) θεμελιώδης έννοια στην οποία ανακλάται ο τρόπος ύπαρξης και διαδοχής ως προς τον χώρο και τον χρόνο πραγμάτων, γεγονότων και φαινομένων βάσει ορισμένων νόμων και αρχών έτσι ώστε το καθένα να κατέχει και να διατηρεί μια ορισμένη θέση μέσα σε ένα συστηματικά δομημένο σύνολο (α. «η τάξη τής φύσης» β. «η τάξη τού σύμπαντος»)
2. ισορροπία και συνοχή τών κοινωνικών σχέσεων, που διασφαλίζονται με την καλή λειτουργία τού συστήματος νόμων και θεσμών οι οποίοι διέπουν μια κοινωνία στο οικονομικό, πολιτικό, νομικό, διοικητικό επίπεδο (α. «πρώτο μέλημα τών ειρηνευτικών δυνάμεων είναι η αποκατάσταση τής τάξης» β. «τάξη και ασφάλεια επικρατεί σε ολόκληρη τη χώρα»)
3. βιολ. α) συστηματική μονάδα που χρησιμοποιείται στην ταξινομική κατάταξη και η οποία βρίσκεται μεταξύ ομοταξίας και οικογένειας
β) κίνηση προσανατολισμού γενετικά καθορισμένη την οποία εκδηλώνει ένας οργανισμός, συνήθως ένα απλό φυτό ή ζώο, και που προκαλείται και διατηρείται από ένα ερέθισμα τού εξωτερικού περιβάλλοντος, αλλ. ταξία
4. (κληρον. δίκ.) ομάδα συγκεκριμένων κληρονόμων στην εξ αδιαθέτου διαδοχή σύμφωνα με διαχωρισμό τους από τον νόμο και με τέτοιον τρόπο ώστε όσοι ανήκουν σε κατά σειρά προηγούμενη ομάδα, δηλαδή τάξη, να αποκλείουν από την κληρονομία όλους τους άλλους
5. καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις ενός πλήρους κύκλου σπουδών που αντιστοιχεί σε ένα σχολικό έτος (α. «είναι δάσκαλος στην πρώτη τάξη» β. «έμεινε στην ίδια τάξη» — απορρίφθηκε)
6. (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών μαθητών που εντάσσονται στην υποδιαίρεση αυτή («σήμερα ο δάσκαλος εξέτασε όλη την τάξη»)
7. συνεκδ. καθεμιά από τις αίθουσες διδασκαλίας τών σχολείων («οι μαθητές στόλισαν την τάξη για τη γιορτή τών Χριστουγέννων»)
8. διαβάθμιση αξιώματος, ιεραρχική διαβάθμιση (α. «πρώτος τη τάξει υπουργός» β. «τμηματάρχης πρώτης τάξεως»)
9. βαθμός, βαθμίδα, ποιοτική αξία (α. «ύφασμα πρώτης τάξεως» β. «ήταν γεύμα πρώτης τάξεως»)
10. ευπρέπεια, κοσμιότητα («με τάξη και με φρόνεψη εμπήκαν κι εθωρούσα», Ερωτόκρ.)
11. (σπάν.) η εμμηνορρυσία τών γυναικών, η περίοδος («έχει την τάξη της αυτές τις μέρες»)
12. φρ. α) «κοινωνική τάξη»
(κοινων.) i) η ομάδα τών ατόμων που ανήκουν σε μια τάξη ιστορικά προσδιορισμένη στα πλαίσια τής κοινωνίας και τα οποία διακρίνονται από τον τρόπο ζωής τους και από την ιδεολογία τους
ii) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) μεγάλη ομάδα ατόμων, ιστορικά συγκροτημένη, που διαφέρει από τις άλλες ομάδες σε ό,τι αφορά τη θέση την οποία κατέχει μέσα σε ένα ορισμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής αγαθών, τη σχέση της έναντι τών μέσων παραγωγής, τον ρόλο που εκπληρώνει στην κοινωνική οργάνωση τής εργασίας, τον τρόπο με τον οποίο αποκτά το μερίδιό της από τον κοινωνικό πλούτο καθώς και ως προς το μέγεθος τού μεριδίου αυτού
β) «δημόσια τάξη»
(νομ.-πολ.) βλ. δημόσιος
γ) «αστική τάξη»
(κοινων.) i) η τάξη τών αστών, η τάξη τών κατοίκων τής πόλης, σε αντιδιαστολή με τους κατοίκους τής υπαίθρου
ii) κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν πρόσωπα με μη χειρωνακτική απασχόληση τα οποία έχουν μια άνετη οικονομική κατάσταση
iii) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) κοινωνική τάξη η οποία στο καπιταλιστικό σύστημα είναι κυρίαρχη, ιδιοκτήτρια τών κύριων μέσων παραγωγής, εκμεταλλεύεται τη μισθωτή εργασία και κατέχει την κρατική εξουσία
δ) «εργατική τάξη»
(κοινων.) i) το σύνολο τών έμμισθων εργατών που εξαρτώνται από ένα σύστημα παραγωγής και είναι υποχρεωμένοι να πωλούν την εργατική τους δύναμη στους διαχειριστές αυτού τού συστήματος παραγωγής
ii) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) μία από τις κύριες κοινωνικές τάξεις, που είναι ελεύθερη από νομική άποψη αλλά στερείται μέσων παραγωγής ή άλλης πηγής πλούτου και είναι, για τον λόγο αυτό, υποχρεωμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη στους ιδιοκτήτες τών μέσων παραγωγής, δηλαδή στην αστική τάξη, αλλ. προλεταριάτο
ε) «άρχουσα τάξη» ή «ιθύνουσα τάξη» ή «κυβερνώσα τάξη»
(κοινωνιολ.) το σύνολο τών ατόμων που ασκούν κατά τρόπο θεσμοθετημένο ή ανεπίσημο την εξουσία
στ) «πάλη τών τάξεων» — βλ. πάλη
ζ) «καθεστηκυία τάξη» — βλ. καθιστώ
η) «νέα διεθνής [ή παγκόσμια] τάξη»
διεθν. δίκ. θεμελιώδης έννοια τής διεθνούς πολιτικής τής οποίας το περιεχόμενο συνεπάγεται, με βάση τις αναλύσεις, τάσεις και μεταλλάξεις που συντελέστηκαν στον σημερινό κόσμο, ριζική αλλαγή τής ουσίας τών διεθνών σχέσεων με σκοπό την ελεύθερη ανάπτυξη όλων τών κρατών και εθνών και την παγίωση νέων, δίκαιων, ισότιμων και δημοκρατικών σχέσεων μεταξύ τους
θ) «τάξη χημικής αντίδρασης»
χημ. (στη χημική κινητική) μέγεθος ενδεικτικό τού μηχανισμού μιας χημικής αντίδρασης
ι) «αξιωματικός από τις τάξεις» — αξιωματικός που δεν φοίτησε σε στρατιωτική σχολή
ια) «εν τάξει»
i) όπως πρέπει, όπως αρμόζει, κανονικά
ii) καλώς, σύμφωνοι
13. παροιμ. φρ. «το μετάξι θέλει τάξη, / κι άνθρωπο να τό διατάξει [ή να τό κοιτάξει]» — δηλώνει ότι κάθε έργο απαιτεί άνθρωπο με τα κατάλληλα προσόντα και ικανότητες
μσν.
1. διατριβή, πραγματεία
2. (με περιλπτ. σημ.) όσα είναι καθιερωμένα να γίνονται στις τελετές, η εθιμοτυπία («Έκθεσις βασιλείου τάξεως» — τίτλος έργου τού Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου)
3. στον πληθ. αἱ τάξεις
τα πρακτικά τών αποφάσεων δημόσιων αρχόντων
4. σώμα αστυνομικών υπαλλήλων
μσν.-αρχ.
1. διάταξη, κανόνας («κατὰ τὴν τάξιν τοῡ νόμου ἐπὶ τὸν κλῆρον πορευέσθω», Πλάτ.)
2. προσταγή, παραγγελία
3. τα μέλη τής βασιλικής φρουράς, οι βασιλικοί ή αυτοκρατορικοί ακόλουθοι
αρχ.
1. (ρητ.) η διάταξη τών διαφόρων μερών τού λόγου
2. κανονισμός δίαιτας, συνταγή («τὴν τοῡ λυσιτελοῡντος τοῑς σώμασι ποιεῑσθαι τάξιν», Πλάτ.)
3. εκτίμηση, προσδιορισμός («τάξις φόρου» — επιβολή φόρου κατά την εκτίμηση τής περιουσίας, Ξεν.)
4. το πολίτευμα («ἔχει δ' ἀνάλογον ή Κρητική τάξις πρὸς τὴν Λακωνικήν», Αριστοτ.)
5. σώμα στρατιωτών, φάλαγγα
6. (ιδίως στην Αθήνα) το σύνολο τών οπλιτών που παρείχε στον πόλεμο καθεμιά από τις δέκα φυλές και τής οποίας διοικητής ήταν ο ταξίαρχος
7. λόχος πεζών στρατιωτών
8. τάγμα ιππέων
9. σώμα ιππέων ή άλλων στρατιωτών με ειδικό οπλισμό
10. στρατιωτικό σώμα από 120 άνδρες
11. μοίρα στόλου
12. (γενικά) όμιλος, ομάδα
13. η θέση που κατείχε ο μαχητής στη γραμμή τής μάχης
14. δημόσια υπηρεσία, αξίωμα («τήν τοῡ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῑ», Δημοσθ.)
15. κατηγορία γης («ἀρούρης ἥμισυ ὄν ἐν κατοικικῇ τάξει», πάπ.)
16. λογαριασμός («ἐν ἰδίᾳ τάξει τίθεται τὸ κεφάλαιον», πάπ.)
17. ιατρ. α) βαθμός τής θερμαντικής δύναμης φαρμάκων
β) ελάττωση τής κήλης με κατάλληλους χειρισμούς
18. ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, όριο
19. η ημερομηνία που έχει καθοριστεί ως τέρμα, τελευταία προθεσμία, τέλος
20. ευπείθεια, πειθαρχία («βλέπων ὑμών τὴν τάξιν», ΚΔ)
21. μτφ. θέση, μέρος, τόπος (α. «καίπερ ὑπὸ χθόνα τάξιν έχουσα», Αισχύλ.
β. «οἰκέτου τάξιν, οὐκ ελευθέρου παιδὸς ἔχων», Δημοσθ.)
22. φρ. α) «οἱ ἔξω τάξεως» — οι αξιωματικοί τού επιτελείου (Διόδ.)
β) «τάξις τής ὑδρείας» — κανονισμός διανομής νερού (Πλάτ.)
γ) «ἐν τάξει» — με τακτικό τρόπο, τακτικά (Πλάτ., επιγρ.)
δ) «κατὰ τάξιν» — σταδιακά
ε) «ἐν ἐπηρείας τάξει» — με υβριστική διαγωγή (Δημοσθ.)
στ) «ἐν ἐχθροῡ τάξει» — με εχθρικές διαθέσεις (Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τάξη — η 1. τοποθέτηση, κατάταξη με ορισμένο τρόπο ή σειρά, κανονική σειρά: Χρονολογική τάξη. 2. ταχτοποίηση, συγύρισμα, νοικοκυροσύνη: Στο σπίτι της έχει μεγάλη τάξη. 3. η τήρηση των νόμων και των κανόνων και η ομαλή κατάσταση που προκύπτει απ’ αυτή:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάξη — τάξις arranging fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάξῃ — τάξηι , τάξις arranging fem dat sg (epic ionic) τάσσω draw up in order of battle aor subj mid 2nd sg τάσσω draw up in order of battle aor subj act 3rd sg τάσσω draw up in order of battle fut ind mid 2nd sg τά̱ξῃ , τήκω melt fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολεόπτερα — Τάξη εντόμων, η μεγαλύτερη όλου του ζωικού βασιλείου, με περισσότερα από 350.000 καταγεγραμμένα είδη μέχρι σήμερα. Τα κ. είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την υδρόγειο, τόσο σε χερσαία όσο και σε υδάτινα ενδιαιτήματα. Το σχήμα και οι διαστάσεις τους… …   Dictionary of Greek

  • νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • κογχόστρακα — Τάξη καρκινοειδών βραγχιοπόδων. Το σώμα των κ. είναι κοντό έως στρογγυλό, με δίθυρο θώρακα· έχουν πλευρικά πεπιεσμένο θυρεό, ο οποίος περικλείει το κεφάλι, το σώμα και τα εξαρτήματα· τα μάτια είναι άμισχα και οι κεραίες ατροφικές. Στην τάξη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • πελεκανόμορφα — Τάξη πτηνών, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα δάκτυλά τους είναι ενωμένα με νηκτική μεμβράνη, τεντωμένη όχι μόνο ανάμεσα στα 3 μπροστινά δάκτυλα, αλλά και ανάμεσα στο δεύτερο δάκτυλο και τον αντίχειρα, που είναι γυρισμένος προς τα πίσω. Η …   Dictionary of Greek

  • δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… …   Dictionary of Greek

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”